Πριν από λίγο το αγαπημένο μου Pietagi αποβιβάστηκε σε λεωφορείο του ΚΤΕΛ Σαντορίνης και φρόντισε να με ενημερώσει…
Πέρσι τον Αύγουστο ήταν που λαχανιασμένες φτάσαμε στην στάση του ΚΤΕΛ. Ο οδηγός και ο εισπράκτορας μας κοίταζαν με μισό μάτι την ώρα που προσπαθούσαμε να φορτώσουμε τα μπαγκάζια μας στο λεωφορείο. «Κάνε πιο κει μαρή» πρέπει να μου είπε η Pieta και το μάτι τους γυάλισε! «Ελληνίδες είστε κορίτσια;; Βόηθα ρε χαμένε τα κορίτσια να βάλουν τα πράγματά τους!!».
Το θαύμα είχε τελεστεί! Δεν είχαμε υπόψη μας ότι οι οδηγοί ΚΤΕΛ της Σαντορίνης έχουν αδυναμία στις Ελληνίδες και απέχθεια στις τουρίστριες. Μας έβαλαν να κάτσουμε μπροστά μπροστά και μας έπιασαν το μπίρι μπίρι πριν ακόμα ξεκινήσουμε.
«Και που θα πάτε κορίτσια το βράδυ; Δε πάμε να πιούμε κανένα ποτάκι και να σας δείξουμε τις ομορφιές του νησιού μας;» Το θέαμα δεν άφηνε περιθώριο για σκέψεις.
Μαυριδερό, τριχωτό πλάσμα, με χρυσή καδένα, γυαλί θανάτου, απλυσιά τριετίας τουλάχιστον και μαύρο νυχάκι στο μικρό δάχτυλο για τα δυσπρόσιτα μέρη.
«Δεν θα μείνουμε. Φεύγουμε στις 4 τα ξημερώματα.»
«Που θα πάτε ρε κορίτσια;»
«Ανάφη!»
«Τι πάτε να κάνετε ρε κοπελιές στις ερημιές;; Καθίστε εδώ που είμαστε ωραία να σας κυκλοφορήσουμε Μόνο ψαράδες έχει εκεί!»
«Γι’ αυτό πάμε!» του λέω κι εγώ και σταματά η συζήτηση εκεί.
Στο μεταξύ έχει ακούσει ένα 16χρονο τη συζήτηση και πετάγεται από το διπλανό κάθισμα και ρωτάει τον οδηγό.
«Υπάρχει δρομολόγιο του λεωφορείου για Ανάφη;; Είναι μακριά από τα Φυρά;;;»
« Νησί είναι…» της λέει με παγωμένο βλέμμα το Pietagi και η μικρή κοκκινίζει και γυρνάει στη φίλη της «Στο’ πα! Αμα ήταν παραλία θα την ξέραμε!!»
Στάση και επιβιβάζονται δυο Ιταλίδες τουριστριούλες γύρω στα 20. Δεν έχει χώρο να κάτσουν και κάθονται η μία πάνω στην άλλη στη θέση του εισπράκτορα. Τα κορίτσια πήγαιναν για μπάνιο και φορούσαν τα απολύτως απαραίτητα. Κάθομαι ακριβώς πίσω από τον οδηγό και παρακολουθώ από τον καθρέφτη το βλέμμα του να εστιάζει στο μπούτι της ξανθιάς και να μην δίνει σημασία στον στριφογυριστό δρόμο.
Μου βλέπει που τον κοιτάω, μου κλείνει το μάτι και μου λέει: «Κάτσε τώρα να γελάσουμε! Θα τις δουλέψουμε λίγο τις χαμένες!»
«Εγώ γελάω ήδη!» του λέω και στρώνομαι να παρακολουθήσω.
«Γουατ ιζ γιορ νέημ?» λέει στην ξανθιά.
Αυτή του χαμογελάει και του λέει με όλο το νάζι της οικουμένης «Frantzeska!»
«Ααααα! Φραντζέσκα! Ωραίο όνομα!»
«Μάι νέημ ιζ Κυριάκος!»
«Kirikos?» προσπαθεί να επαναλάβει αυτή.
«ΚυριΑΚΟΣ»
«Kiakos?»
«ΚΥΡΙΑΚΟΣ» επιμένει ο οδηγός και έχει αρχίσει να φορτώνει που η Ιταλίδα δεν καταφέρνει να πει το δοξασμένο του όνομα.
Η Ιταλίδα έχει αρχίσει να κουράζεται γιατί σιγά μη την ένοιαζε πως τον λεν τον οδηγό και έχει γυρίσει από την άλλη και μιλάει με τη φιλενάδα της.
Ο οδηγός τα παίρνει και της λέει «ΣΕΗ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΩΡΗ!!!»
Η καημένη γυρνάει και τον κοιτάει παραξενεμένη κι αμέσως μετά εμένα που έχω λιώσει στα γέλια και της λέω φωναχτά:
«ΣΕΗ ΣΤ’Α-ΡΧΙ-ΔΙΑ- ΜΑΣ»
Οι σκηνές που επακολούθησαν ήταν απείρου κάλλους. Η Ιταλίδα (δεν μπορούσε που δεν μπορούσε να πει Κυριάκος, σιγά μην κατάφερνε να πει τίποτε άλλο) γύρισε από την άλλη φανερά εκνευρισμένη γιατί νόμιζε ότι την κοροϊδεύω κι εγώ. Ο οδηγός με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια μέσα από τον καθρέφτη και είπε «Δεν το πιστεύω! Εσύ το’πες αυτό;; Για καλό σ’ έβαλα από πίσω μου;;», η Pieta προσπαθούσε να μη λιποθυμήσει από τα γέλια και μουρμούριζε«Δεν το γλιτώνουμε το ξύλο κι εδώ!» και οι μισοί επιβάτες του ΚΤΕΛ ρωτούσαν τους άλλους μισούς τι έγινε και γελάνε τόσο πολύ.
Ο Κυριάκος δεν μας ξαναείπε να πάμε για ποτό. Ούτε μας βοήθησε να βγάλουμε τις βαλίτσες μας!