Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 24, 2007

Hey! Teacher!!

«Γιατί παιδί μου δεν κάθεσαι να τελειώσεις τα μαθήματά σου;;», ούρλιαζε κάθε τρεις και λίγο η μητέρα.
«Μισό! Δεν βρίσκω το τυχερό μου μολύβι!», απαντούσε με υφάκι η μικρή και μόλις γύρναγε η μαμά της την πλάτη, έβγαζε και περιπαιχτικά τη γλώσσα.
«Θα το σκοτώσω αυτό το παιδί! Αν το’ χα πάρει χαμπάρι θα το είχα ρίξει αλλά βλέπεις μέχρι τον πέμπτο μήνα είχα περίοδο κανονικά! Και να’μαι τώρα στα 57 να’χω 10 χρονών παιδί! Ας ασχοληθεί ο πατέρας του! Εγώ πάω για ψώνια!»

Και περνούσε ο καιρός και η μικρή κάθε μέρα πήγαινε αδιάβαστη στο σχολείο. Εγώ ήμουν τότε κολλητή της αδερφής της, κάθε μέρα σπίτι τους.
Μια μέρα την βλέπω πάλι να ζωγραφίζει λουλουδάκια στο βιβλίο της ιστορίας της 6ης δημοτικού (όχι! τότε δεν είχε γίνει ο κακός χαμός).
«Έχεις διαβάσει;»
«Περίπου!», μου λέει.
Και την βάζω κάτω. Και μαθαίνει το μάθημα νεράκι κι είναι και μες την τρελή χαρά γιατί είχα κέφια και της έκανα και αστειάκια.

Και προσλαμβάνομαι. Τότε (το ’96-‘97), 60 χιλιάδες την εβδομάδα για να πηγαίνω κάθε μέρα μετά το δικό μου σχολείο και να την διαβάζω. Όταν μου είπε ο μπαμπάς της το μισθό, κιτρίνισα. Αυτός νόμιζε ότι ήθελα παραπάνω και με ρώτησε «Λίγα είναι;» Όταν μπόρεσα να μιλήσω, του είπα ότι είναι μια χαρά. Νομίζω ότι του φίλησα και το χέρι από τη συγκίνηση. Μπορεί και όχι, αλλά θυμάμαι ότι ήθελα να το κάνω.

Το ότι είχαν λεφτά το ήξερα. Σπιταρόνα με θέα Ακρόπολη που νόμιζες ότι θα κάνεις τσουπ και θα βρεθείς επάνω,αγκαλιά με τις Καρυάτιδες. Οικιακή βοηθό, κατά τα λεγόμενά τους «δούλα», που έμενε μόνιμα στο σπίτι. Μάνα πρώην Χίπισσα με τρυπημένα αυτιά και μύτη και με (τότε) νεοαποκτηθέν τατουάζ σε σχήμα σκαντζόχοιρου, και με κόκκινη κόμη (επίσης σε στυλ σκαντζόχοιρου) που στολιζόταν όμως, για να σπάει η μονοτονία, με κάτι μπλε ανταύγειες. Ο μπαμπάς άφαντος, είτε στην οικογενειακή επιχείρηση με τα τουριστικά είδη (όχι σφηνοπότηρα και τσαρούχια αλλά χρυσά κοσμήματα και γούνες, εξού και τα φράγκα) είτε στο Καζίνο Λουτρακίου. Ο αδερφός επίσης χωμένος στα έγκατα του σπιτιού, ο οποίος κρυβόταν κάθε φορά που χτυπούσε κουδούνι γιατί είχε αποφασίσει ότι είναι αντιρρησίας συνείδησης και είχε ένα μικρό φόβο ότι η Ελληνική Αστυνομία θα καταλάβει ότι δεν σπουδάζει περιβαλλοντολογία στην Αγγλία και θα τον μπουζουριάσει. Η κολλητή για τα σίδερα. Η γιαγιά μισότρελη και κουφή και αθυρόστομη, όπως και όλοι μέσα σ’αυτό το σπίτι.

Και μου’μεινε αμανάτι η μικρή…
Στην αρχή όλα καλά! Γλυκάθηκα από τα λεφτάκια και λέω «Θα το κάνω το παιδί Αστέρι
Πιο πιθανό θα ήταν έπαιρνα Νόμπελ Φυσικής παρά να κάτσω να διδάξω το μωρό της Ρόζμαρυ.
Στην αρχή όλα καλά. Με συμπαθούσε αρκετά η μικρή. Μετά από λίγες μέρες άρχισαν τα δύσκολα..
«Γιατί ρε παιδί μου δεν κάθεσαι να διαβάσεις;; Τι θα κάνεις όταν μεγαλώσεις που δεν θα ξέρεις πού σου πηγαίνουν τα τέσσερα
«Ξέρεις πόσα λεφτά έχω εγώ;; Δεν χρειάζεται να μάθω τίποτα! Στο μαγαζί θα δουλεύω όταν τελειώσω το σχολείο και θα βγάζω περισσότερα από σένα κι όλο σου το σόι !!!» πετάει τη γλωσσάρα η μικρή.
«Ναι αλλά θα μείνεις στόκος και θα σε κοροϊδεύουν όλοι με τις κοτσάνες που θα πετάς!!» (Ναι το ξέρω, η παιδαγωγική μου μέθοδος δεν σας γεμίζει το μάτι, αλλά πιστέψτε με, τα είχα δοκιμάσει όλα!).
«Δε με νοιάζει! Θα έχω φίλους επειδή έχω λεφτά!».
Δεν θυμάμαι αν ήταν ακριβώς αυτή η διατύπωσή της αλλά το ζουμί αυτό ήταν.
Κι όταν πήγα και τα είπα στη μάνα της μου είπε απλά «Αχ πολύ έξυπνο μου βγήκε αυτό το παιδί! Το’ χει πιάσει το νόημα!»

Ευτυχώς οι δικές μου υποχρεώσεις με ανάγκασαν να σταματήσω τα μαθήματα.
Γιατί τώρα θα μου φέρνατε τσιγάρα στη φυλακή...

Το μάθημα όμως δεν το’μαθα…
Σήμερα ξεκινάω ιδιαίτερα αγγλικά σ’ ένα αγοράκι..
Ας ελπίσουμε ότι δεν είναι κι αυτό δαιμονισμένο!

Wish me luck!!!

buzz it!

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007

Μια απ'τα ίδια!


Γκντουπ! Αυτό ήταν το κεφάλι μου στον τοίχο.
Αυτή τη στιγμή αντί να γράφω ποστ θα έπρεπε να έχω χωθεί ως τα μπούνια στο internet και να ψάχνω για δουλειά.
Έχω σιχαθεί τη δουλειά μου, τους συναδέλφους και το αφεντικό μου.
Και γι’ αυτό το λόγο μεμψιμοιρώ ακατάπαυστα. Και κουράζω τους γύρω μου. Και αποφασίζω να μην ξαναμιλήσω για το θέμα. Κι έρχομαι και μπουκώνω και κοιτάω το κενό σα το ζαβό. Και στεναχωρώ τους γύρω μου. Κι όταν με ρωτάνε «τι έχεις και δε μας λες» πάλι για το ίδιο θέμα μιλάω. Και πάλι. Και πάλι.

«Και τι κάνεις γι’αυτό μαντάμ;»
«Πολύ καλή η ερώτησή σας! Ευχαριστώ που μου τη θέσατε! Ο Προϋπολογισμός που λέτε…»
Σαν το Γιωργάκη ένα πράγμα. Άλλα ντ’άλλα κουτρουβάλα.

Γιατί το δικό μου το πρόβλημα ως γνωστόν είναι ότι στα δύσκολα μπλοκάρω.
Αυτό το «κάτσε σκέψου εσύ τι θες» εμένα με αποδιοργανώνει.
Δεν είναι πολύ περίεργο;;
Η μάνα μου φταίει. Δεν μπορεί. Όλοι οι ψυχαναλυτές θα με δικαιώσουν!
Εκτός αν είναι γονιδιακό το θέμα. Τότε φταίει ο πατέρας μου. Σίγουρα!

Ο μόνος που δεν φταίει είναι ο καλός μου. (μπλιαχ ακούγεται αυτό το «καλός μου» αλλά πως να το πω;)
Αλλά αυτός τα τραβάει όλα, θέλει δε θέλει.
Μια χαρά χαρούμενο blogaki με είχε γνωρίσει και τώρα, κάθε τρεις και λίγο, με βλέπει να βαρυγκωμάω και να βαριαναστενάζω.
Και τρέχει να μοιράζει από δω κι από κει βιογραφικά κι εγώ πάλι γκρινιάζω. «Δε θέλω να υποχρεώνεσαι χωρίς λόγο!!»
Νευρωτική! Τι να πεις;

Ελπίζω κάποια στιγμή σύντομα να πάρω ανάποδες και ν’ αρχίσω ν’ ανεβαίνω γιατί πολλές εβδομάδες τώρα μ’ έχει πάρει η κατρακύλα και ζαλίστηκα.

Αντε να με δω!

buzz it!

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2007

All you need is love..

Κανονικά ο γάμος των ονείρων μου θα’ πρεπε να ήταν ο δικός μου.
Με πρόλαβε όμως μια από τις πιο αγαπημένες μου φίλες.
Και μα την αλήθεια μου, πολύ το χάρηκα!

Προσκλητήρια δεν είχε. «Σημείωσέ το ρε μαλάκα, αφού σου λέω, στις 9 Σεπτέμβρη».
Νυφικό δεν είχε. Ένα απλό λευκό φορεματάκι ήταν ό,τι έπρεπε.
Κομμώτρια δεν είχε. «Λέω να βάλω αφρό στα μαλλιά μου, εσύ τι λες;»
Μακιγιέζ δεν είχε. «Μήπως έφερε καμιά κονσίλερ; Όχι! Δεν θέλω να βάλω ρουζ! Παράτα με»
Πανικόβλητο σόι στο δεν είχε. Μόνο φίλες που προσπαθούσαν να πείσουν τη «νύφη» να βγει από το μπάνιο όπου κλεινόταν κάθε τρεις και λίγο λόγω συχνοουρίας.
Λιμουζίνα, άμαξα, κάρο δεν είχε. Ένα απλό αμάξι που το οδηγούσε ένας φίλος καρδιακός που έτρεχε σαν τρελός στους στενούς δρόμους του νησιού να φτάσει με μόλις 20 λεπτά καθυστέρηση.
Μητρόπολη στολισμένη και φωταγωγημένη δεν είχε. Ένα ξωκλήσι με θέα το Αιγαίο την ώρα που βασίλευε ο ήλιος ήταν το ιδανικό.
«Φώτα, κάμερα, πάμε!» και προβόλια να τυφλώνουν το ζευγάρι δεν είχε. Όλοι μας κρατήσαμε τις στιγμές που μας άρεσαν.
Πεθερικά αγχωμένα, εκνευρισμένα και κουρασμένα δεν είχε. Δύο πρώην χίπηδες από μια χώρα της Λατινικής Αμερικής που στο προαύλιο της εκκλησίας διάβασαν ένα ποίημα στα παιδιά τους κι αγκάλιασαν με ευγνωμοσύνη όλους τους φίλους τους.
"Καλεσμένους" δεν είχε. Μόνο 30 φίλους πραγματικούς απ’ όλο τον κόσμο που χαίρονταν σαν τα παιδιά.
Δεξίωση δεν είχε. Ένα γλέντι λατινο-ελληνικό σε μια ταβερνούλα δίπλα στο κύμα, όπου όλοι ήταν όρθιοι και οι Λατινοαμερικάνοι χόρευαν τσάμικο και φλαμένκο, οι Αυστριακο-Νορβηγοί ζεϊμπέκικο και σάλσα, οι Αθηναίες νησιώτικο και μερέγκε μέχρι τα ξημερώματα.

Ένα πράγμα είχε σε υπερβολικό βαθμό και τελικά μόνο αυτό χρειάζεται.
Αγάπη.

buzz it!